Thursday, November 22, 2007

Τζάκ Κέρουακ-Στο Δρόμο


Είσαστε έτοιμοι για το ταξίδι; Είσαστε έτοιμοι για να εγκαταλείψετε την μίζερη καθημερινότητα; Αν ναι “We are on The Road again”. Θα ζήσετε ένα ταξίδι χωρίς τέλος, ένα αέναο πηγαινέλα χωρίς αιτία, σαν ένα εκκρεμές που κινείται, γιατί είναι η φύση του να κινείται.
Λίγα είναι τα βιβλία που έχουν προκαλέσει τόση συζήτηση ώστε να θεωρούνται εμβληματικά μιας γενιάς. Το «Στο Δρόμο» έχει σημαδέψει τη χαμένη γενιά της μεταπολεμική Αμερικής και μαζί με το ποίημα «Ουρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ αποτελούν έως σήμερα τα πλέον δημοφιλή δείγματα της μπητ λογοτεχνίας. Δικαίως χαρακτηρίζεται ως ένας ύμνος στην απόλυτη ελευθερία αφού όλο το έργο έρχεται σε αντίθεση με την συντηρικότητα και τον καθωσπρεπισμό της Αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’50.
Ο Σαλ Πάρανταϊζ (Τζάκ Κέρουακ) και το alter-ego του Ντην Μόριαρτυ (Νηλ Κάσαντυ) διατρέχουν την Αμερική τέσσερις φορές, αλητεύοντας με ότι μεταφορικό μέσο μπορούν να βρουν, χωρίς κανένα προφανή λόγο απλώς και μονό γιατί έτσι ζουν. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να υπάρχει αλκοόλ, γρήγορα αυτοκίνητα, τζαζ μουσική και όμορφες γυναίκες. Γιατί αυτή είναι η φιλοσοφία του Μπιτ που έμελε ο Κέρουακ να γίνει άθελα του ο εκφραστής της. Αφού ο Κέρουακ ουδέποτε υπήρξε ο επαναστάτης που θα αλλάξει τον κόσμο, αλλά έδινε περισσότερο την εντύπωση ενός ηττημένου της εποχής του που προσπαθούσε να ξεφύγει από τον κομφορμισμό που τον έπνιγε.
Ο Κέρουακ χρησιμοποιεί την αυτόματη γραφή πράγμα που κάνει το έργο του να μοιάζει γραμμένο με μια πνοή, ενισχύοντας τον μύθο που τον θέλει να το έγραψε σε τρεις εβδομάδες. Γράφει σαν σολίστας της τζαζ που έχει αφεθεί στην μουσική του να τον παρασύρει αδιαφορώντας για την ορχήστρα.
Αν ο αναγνώστης έχει κάποια αγάπη στην τζαζ μουσική τότε όλο το έργο αποκτά διαφορετική υπόσταση. Γιατί το «Στο Δρόμο» δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τζαζ έργο με γρήγορο ρυθμό, πολλούς αυτοσχεδιασμούς και ξέφρενα σολαρίσματα. Αν δεν ήταν βιβλίο θα μπορούσε να είναι ένα κομμάτι τζαζ με τον Charlie Parker τον Miles Davis τον Thelonious Monk και όλη την αφρόκρεμα του bop σε ένα κλαμπ στο Σικάγο ή στο Ντένβερ πνιγμένο στους καπνούς και ποτισμένο από το αλκοόλ.
Αυτό που μένει από το βιβλίο είναι τα λόγια του Κέρουακ: «…Οι μόνοι που αξίζουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν να σωθούν, που ποθούν τα πάντα την ίδια στιγμή, αυτοί που ποτέ δεν χασμουριόνται ή δεν λένε κοινότυπα πράγματα, αλλά που καίγονται, καίγονται, καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα Ρωμαϊκά κεριά… »

Tuesday, November 20, 2007

Φίοντορ Ντοστογιέφσκι-Αδερφοί Καραμάζοφ

Οι αδελφοί Καραμάζοφ το τελευταίο έργο του Ντοστογιέφσκι, ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία της λογοτεχνίας και ίσως το καλύτερο έργο του.
Το έργο κινείται γύρω από μία οικογένεια ή καλύτερα γύρω από τους χαρακτήρες της οικογένειας Καραμάζοφ και των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Έτσι έχουμε τον πατέρα που αντιπροσωπεύει την παρακμή και την διαφθορά. Τον παρορμητικό Μίτια που ενεργεί, στην υπερβολή του, με το συναίσθημα. Τον ορθολογιστή και άθεο Ιβάν εκπρόσωπο των αλλαγών που έρχονται και τέλος τον συναισθηματικό έως και ενοχικό Αλιόσα που προσπαθεί να συντεριάσει την οικογένεια του βάζοντας τον εαυτό του ανάμεσα τους. Τα τέσσερα αυτά πρόσωπα πλαισιώνονται από μια πλειάδα άλλων χαρακτήρων που συνθέτουν το πρόσωπο της Ρωσίας εκείνης της εποχής, αλλά και τους χαρακτήρες των ανθρώπων που βρίσκονται ανάμεσα μας.
Αυτό που το χαρακτηρίζει είναι ότι μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα. Έτσι έχουμε επιφανειακά ένα μυστήριο, τη δολοφονία του πατέρα Καραμάζοφ, που με αστυνομική-δικαστική πλοκή προσπαθεί να λυθεί. Σε δεύτερο επίπεδο παρατηρούμε τις μεταβολές στις κοινωνικές δομές της Ρωσίας, κατάργηση της δουλοπαροικίας, μεταβολές στην δικαιοσύνη, αμφισβήτιση της θρησκείας, που διαδραματίζονται στα τέλη της ανατρεπτικής δεκαετίας του 1860. Σε ένα παραπάνω επίπεδο παρακολουθούμε την ανάλυση των χαρακτήρων του έργου , κυρίως των τριών αδερφών, σε τέτοιο βαθμό πληρότητας ώστε να θεωρείτε σταθμός στην σύγχρονη ψυχολογία.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει σε ένα κεφάλαιο που παραμβάλεται του έργου, τον μέγα ιεροεξεταστή όπου ο συγγραφέας κάνει ευθεία κριτική στον ρόλο και στην στάση της εκκλησιαστικής εξουσίας και διαχρονικά σε κάθε μορφή εξουσίας. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Μεγάλου Ιεροεξεταστή στο Χριστό: «Ήθελες οι άνθρωποι να σ’ αγαπούν ελεύθερα... ήθελες μια πίστη ελεύθερη...»
Στο τεχνικό κομμάτι όταν μιλάμε για έναν από τους σημαντικότερους λογοτέχνες παγκοσμίως τα σχόλια είναι μάλλον περιττά. Η ροή πάντως του μυθιστορήματος και η διαχρονική γραφή του Ντοστογιέφσκι σε παρασύρει σε βαθμό που το έργο του, παρόλο τον όγκο, διαβάζεται χωρίς καμία δυσκολία και χωρίς να γεννά αίσθημα κούρασης. Το σίγουρο είναι ότι τελειώνοντας θα μπείτε στον πειρασμό να απαντήσετε το ανοικτό ερώτημα που περιστρέφεται σε όλο το έργο «Που είναι ο Θεός πίσω απ’ όλα αυτά».

Thursday, August 23, 2007

Κλέων Αρζόγλου-Εγώ και ο Θείος Χάρις



Υπάρχουν βιβλία που θα ήθελες να έχεις γράψεις, άλλα που θα ήθελες να γνωρίσεις τον συγγραφέα τους και άλλα που θα ήθελες να τα έχεις ζήσει. Στην τελευταία αυτή κατηγορία ανήκει και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Κλέωνα Αρζόγλου «Εγώ και ο Θείος Χάρις».
Είναι ένα παραμύθι για μεγάλους, ένα ταξίδι από την Ελλάδα της δεκαετίας του ‘60 και την έναρξη της δικτατορίας, στην Ευρώπη του Μάη του ‘68 και της διάχυτης επαναστατικότητας, και από εκεί στην Ανατολή των αισθήσεων και των παραισθήσεων στην μυστικιστική Ινδία των μπάμπας και τέλος πάλι στην Ελλάδα. Ένας κύκλος που επαναλαμβάνεται, μία επανάληψη λαθών και παθών μέχρι την συνειδητοποίηση και τη λύση του. Μπορεί να παρομοιαστεί με αρχαίο δράμα, ο πρωταγωνιστής υποφέρει και υφίσταται τη μία κακοτυχία μετά την άλλη φτάνει στο ναδίρ ένα βήμα λίγο πριν την καταστροφή και τότε σαν από μηχανής θεός εμφανίζεται ο θείος Χάρις ανατρέπει την προδιαγεγραμμένη πτώση και τον βοηθά να αναδυθεί και να φτάσει στην αυτογνωσία. Είναι μια σύγχρονη Οδύσσεια που εκπληρώνει το τρίπτυχο sex, drugs and rock n’ roll χωρίς όμως να φτάνει στην χυδαιότητα, με έναν «Οδυσσέα» που ξεπερνάει τα εμπόδια που του παρουσιάζονται με όπλο του την αθωότητα της νιότης του, το χιούμορ του και την καλή του τύχη.
Είναι το πρωτόλειο του Κλέωνα Αρζόγλου, αλλά σε τίποτα δεν δείχνει απειρία αντίθετα πρόκειται για ένα καλοδουλεμένο βιβλίο με όπλο του το στιβαρό περιεχόμενο. Από τεχνικής πλευράς πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με ρέοντα λόγο, χωρίς να κουράζει ή να πλαταίνει αντίθετα σε κρατά σε μία συνεχή ένταση αφού το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο με υψηλές ταχύτητες.
Σε κάποιες ηλικίες θα φέρει μνήμες του παρελθόντος, τα νεανικά όνειρα που κάποτε είχαν αλλά και τα ιδανικά που κάπου χάθηκαν στην πορεία της ζωής, οι νεότεροι θα γνωρίσουν τη δεκαετία της αμφισβήτησης με τις πολιτικές και μουσικές προεκτάσεις της, και σίγουρα θα ζηλέψουν αυτούς που την έζησαν. Το σίγουρο είναι ότι όλοι οι αναγνώστες θα ζήσουν ένα μοναδικό ταξίδι που στο τέλος του ίσως τους βρει με ένα χαμόγελο μελαγχολίας.
Εν τέλει είναι ένα βιβλίο για τους ταξιδιώτες της ζωής αυτούς που ξέχασαν να μεγαλώσουν και να συμβιβαστούν με την αποστειρωμένη σύγχρονη εποχή, και εκείνους που τώρα ανακαλύπτουν τον κόσμο.

Sunday, June 10, 2007

Art Athina

Τις τελευταίες μέρες έχει ξεσπάσει ένας «πόλεμος» δημοσιευμάτων σχετικά με το έργο της κυρίας Στεφανή και της σύλληψης του διευθυντή του Art Athina. Οι απόψεις των εθνοσωτήρων προς άγρα ψήφων δεν πιστεύω ότι είναι άξιες αναφορών για τους λόγους που έχουν αναφερθεί από πλήθος άρθρων. Αυτό όμως δεν σημαίνει και ότι συμφωνώ με όσα γράφτηκαν προς υπεράσπιση του εν λόγω έργου.
Άκουσα από πολλές πλευρές ότι η τέχνη δεν έχει όρια. Κατά την προσωπική μου άποψη η τέχνη όπως και οτιδήποτε σε αυτόν τον κόσμο έχει όρια, η μόνη διαφορά είναι ότι τα όρια πρέπει να θέτονται από τον καλλιτέχνη και όχι από τον νόμο. Ο καλλιτέχνης εκτός από δημιουργός είναι και μέλος της κοινωνίας που ζει και χρέος του είναι να προασπίζεται και να μην προσβάλει τους συνανθρώπους του, είτε πρόκειται για πλειοψηφίες είτε για μειοψηφίες. Δηλαδή σε μία ακραία περίπτωση που ένας καλλιτέχνης θα προβάλει την παιδεραστία στο όνομα της τέχνης θα είναι κάτι το αποδεκτό; Και επειδή πολλοί θα πουν ότι η τέχνη δεν είναι κάτι το στατικό και ούτε μπαίνει σε καλούπια έρχομαι να συμφωνήσω ότι σαφώς και η πρόκληση είναι μέρος της τέχνης, η πρόκληση όμως και όχι η προσβολή. Κατά τη γνώμη μου η πρόκληση είναι θεμιτή στη βάση της αφύπνισης του θεατή, ενώ όταν γίνεται προσβολή το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η προβολή του καλλιτέχνη, ο θεατής δεν κερδίζει.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα πιστεύω ότι υπήρξε υποκρισία και από τις δύο πλευρές. Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω τους αυτόκλητους «πατριώτες» και υπέρμαχους της δημοσίας αιδούς, αλλά ούτε μπορώ να πω ότι είμαι στην πλευρά των λεγόμενων «προοδευτικών». Πιστεύω ότι και οι δύο ομάδες επέλεξαν την θέση τους όχι λόγω των θεωριών τους περί τέχνης αλλά λόγω του θέματος του έργου. Πως θα σας φαίνονταν αν στη συγκεκριμένη έκθεση υπήρχε ένα έργο το οποίο έθιγε μια μειονότητα (εθνική, θρησκευτική, σεξουαλική), μήπως τότε θα αντιστρέφονταν οι ρόλοι, μήπως οι καταγγέλλοντες θα μεταμορφώνονταν σε υπερασπιστές της ελευθερίας της τέχνης καθώς και το αντίθετο;

Tuesday, May 15, 2007

Αλαίν Ντε Μποττόν-Η Τέχνη του Ταξιδιού


Αν περιμένετε ένα βιβλίο για εξωτικές και μαγευτικές χώρες, για περιπέτειες και έρωτες, ότι λίγο πολύ δηλαδή περιλαμβάνει ένα βιβλίο που το κύριο θέμα του είναι τα ταξίδια, τότε μάλλον θα σας απογοητεύσει ο Αλαίν Ντε Μποττόν με την Τέχνη του Ταξιδιού. Ο Ελβετός συγγραφέας πραγματεύεται στο έργο του μία γκάμα θεμάτων που θα μπορούσαν να μας απασχολήσουν γύρω από το ταξίδι είτε είναι στην άκρη του κόσμου είτε μέχρι το διπλανό τετράγωνο. Μερικά από τα θέματα που αναπτύσσει σε αυτόνομες ενότητες είναι σχετικά με την προσμονή του ταξιδιού, με τους ταξιδιωτικούς χώρους, το εξωτικό, την εξοχή και την πόλη καθώς και άλλα παρόμοιου τύπου. Αν ο Αλαίν Ντε Μποττόν έμενε σε αυτό, στην συγγραφή δηλαδή προσωπικών εμπειριών και γνωμών δεν νομίζω ότι θα προκαλούσε το ενδιαφέρον του αναγνώστη και δε θα έδινε το κάτι παραπάνω σε σύγκριση με άλλα βιβλία. Αλλά ο συγγραφέας με ένα εύρημα δίνει μια διαφορετική πνοή στο έργο. Χρησιμοποιεί μία ομάδα γνωστών συγγραφέων και καλλιτεχνών που ο καθένας τους μας παρουσιάζει ένα θέμα μαζί με τον Μποττόν. Έτσι ο Γκυστάβ Φλομπέρ μας μιλάει για το εξωτικό, μέσω των ταξιδιών του στην Αίγυπτο, ο Μποντλαίρ και ο Χόπερ αναλύουν σχετικά με τους ταξιδιωτικούς χώρους και τα ταξιδιωτικά μέσα, ενώ ο Βίνσεντ Βαν Γκόγκ για το πώς το έργο ενός καλλιτέχνη μπορεί να μας αλλάξει τον τρόπο που βλέπουμε ένα τόπο. Οι δύο πιο δυνατές ενότητες κατά τη γνώμη μου είναι οι δύο τελευταίες, στη μία με τη βοήθεια του Τζόν Ράσκιν και της «λεκτικής του ζωγραφικής» παρουσιάζεται το πώς γίνεται η πρόσκτηση της ομορφιάς του ταξιδιού ώστε να βλέπουμε και να παρατηρούμε αντί απλώς να κοιτάζουμε για να καταλήξουμε να πούμε «Πήγα, το είδα, με άγγιξε». Στην τελευταία ενότητα με την συμβολή του Ξαβιέρ Ντε Μέστρ ο συγγραφέας μας δείχνει ότι ο ταξιδιώτης δεν είναι ένας βιαστικός επισκέπτης που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να καλύψει όσο το δυνατών περισσότερα χιλιόμετρα, ένα ταξίδι μπορεί να γίνει και μέσα σε ένα δωμάτιο φτάνει να αλλάξουμε την καθημερινότητα από πληκτική σε θαυμαστή και ανεξερεύνητη. Συμπερασματικά πρόκειται για ένα βιβλίο που επαναπροσδιορίζει την έννοια ταξίδι σε μια εποχή που το life-style βρίθει από ταξιδιωτικά βιβλία, περιοδικά και τηλεοπτικές εκπομπές. Σε όλους αυτούς ο Αλαίν Ντε Μποττόν έρχεται να απαντήσει με μία μικρή δόση αλήθειας αλλά και ειρωνείας «Κι είναι αλήθεια ότι, καμιά φορά, γνωρίζουμε ανθρώπους που έχουν διασχίσει ολόκληρη έρημο, έχουν βαδίσει πάνω σε παγετώνα ή έχουν ανοίξει μόνοι τους δρόμο σε κάποια ζούγκλα-χωρίς ωστόσο, να διακρίνεται στην ψυχή τους μια ένδειξη των πραγμάτων που έχουν αντικρίσει».

Tuesday, May 1, 2007

Giorgio de Chirico


Ίσως γιατί δεν υπήρξε σωστή διαφήμιση ίσως γιατί εγώ δεν το πήρα είδηση, μόλις χθες ανακάλυψα ότι αυτό τον καιρό πραγματοποιείται στον πολυχώρο Αθηναΐς μία έκθεση από αυτές που σπάνια συμβαίνουν στην Ελλάδα. Αφορά τον Τζόρτζιο Ντε Κίρικο και παρουσιάζονται τριάντα πέντε έργα ζωγραφικής και γλυπτικής του μεγάλου Ιταλού καλλιτέχνη. Ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο υπήρξε ο κύριος εκφραστής της Μεταφυσικής Ζωγραφικής και άσκησε επιρροή σε άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα όπως ο υπερρεαλισμός. Κατά κάποιο τρόπο αποτελεί συμπατριώτη μας όχι μόνο επειδή γεννήθηκε στον Βόλο και μέχρι τα δεκαεπτά του ζούσε στην Ελλάδα, αλλά επειδή το έργο του εμπεριέχει την Ελλάδα. Χρησιμοποιεί τη μυθολογία προκειμένου να μεταφέρει το μύθο στη σύγχρονη εποχή μέσα όμως από τη σκοπιά του μεταφυσικού. Το έργο του διέπεται από τις αινιγματικές συνθέσεις και την αμφισημία των αντικειμένων ενώ χαρακτηριστικές είναι οι μορφές που χρησιμοποιεί, ανδρείκελα χωρίς πρόσωπο καθώς και η πληθώρα των γεωμετρικών σχημάτων. Αυτό όμως που αφήνουν στον θεατή οι πίνακες του ντε Κίρικο είναι ένα αίσθημα μοναξιάς ίσως να οφείλεται στις άδειες πλατείες ίσως στις απρόσωπες μορφές ίσως και στον ίδιο τον καλλιτέχνη.



Περί Ψευδωνύμων

Γιατί οι άνθρωποι που γράφουν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα, τι τους οδηγεί στο να εγκαταλείψουν το όνομα τους; Δεν θέλουν να εκτεθούν, θέλουν να προστατευτούν πίσω από το προσωπείο ενός άλλου ή μήπως θέλουν να δημιουργήσουν ένα alter ego, να «γεννήσουν» έναν άνθρωπο με προσωπικότητα, ενδιαφέροντα πολλές φορές αντικρουόμενα με τα δικά τους; Δύο είναι οι περιπτώσεις που ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα και με εντυπωσίασαν, οι οποίες συγκαταλέγονται στον χώρο της λογοτεχνίας. Η πρώτη αφορά το Φερνάντο Πεσσόα ο οποίος έπλασε δεκάδες άλλους συγγραφείς με ξεχωριστή προσωπικότητα ο κάθε ένας και ξεχωριστή διαδρομή στην πορτογαλική λογοτεχνία. Η δεύτερη αφορά τον(τους) Luther Blisset (με γνωστότερο βιβλίο τον Εκκλησιαστή), η συγκεκριμένη ομάδα αυτοπαρουσιάζεται ως τρομοκράτες του πολιτισμού και επί μία δεκαπενταετία καταφέρνουν να ξεγελάσουν τόσο τα ΜΜΕ όσο και εκδοτικούς οίκους. Εκ διαμέτρου αντίθετες όσον αφορά τα κίνητρα με κοινό όμως παρανομαστή τη χρήση ψευδωνύμου. Και ερχόμαστε στο σήμερα με τη δημιουργία ενός παράλληλου, στον πραγματικό, διαδικτυακού κόσμου που το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα nickname για να πολιτογραφηθείς. Μήπως τελικά αυτός είναι ο ρόλος των bloggers, να δημιουργούν ψηφιακές προσωπικότητες που θα αφήσουν το αποτύπωμα τους στο διαδίκτυο;

Monday, April 30, 2007

Καλως ήρθατε στις ευτοπίες, πολλοί από εσάς είδη ανήκετε σε αυτές, όσοι βρίσκεται ένα κομμάτι του εαυτού σας ήδη είστε κάτοικοι τους και ας μην το γνωρίζατε.

Ευτοπίες είναι Αιγαιοπελαγίτικα νησιά το χειμώνα που πλέουν στους βοριάδες της λήθης. Σύννεφα που αέναα καλπάζουν στην φαντασία μας. Όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν γιατί ποτέ κανείς δεν πίστεψε σε αυτά.
Στις ευτοπίες ζουν άνθρωποι που ταξιδεύουν ψάχνοντας τις ευτοπίες, άνθρωποι που κλαίνε για τη χαρά τους και το δάκρυ τους κυλά και δροσίζει τη γη. Στις ευτοπίες ο κόσμος συζητά γιατί σέβεται τη διαφωνία. Στις ευτοπίες οι τηλεοράσεις είναι κλειστές γιατί το μαύρο της οθόνης φαντάζει πιο πολύχρωμο από τα χρώματα της.
Ευτοπίες είναι ψίθυροι ερωτευμένων σε μπαράκια με χαμηλή μουσική, είναι νεραντζιές ανθισμένες, είναι φαγητά μαγειρεμένα με αγάπη. Είναι το αηδόνι που κελαηδά στο κέντρο της Αθήνας. Ευτοπίες είναι οι νοητικές τοποθεσίες του μυαλού που σπάνια πραγματοποιούνται, μερικές φορές παίρνουν σάρκα και οστά και τότε αποκτούν μία διαφανή λαμπρότητα που όμως δεν τυφλώνει αλλά φωτοβολεί.